- εὐτεκνίαν
- εὐτεκνίᾱν , εὐτεκνίαblessing of childrenfem acc sg (attic doric aeolic)εὐτεκνίᾱν , εὐτεκνίηblessing of childrenfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτεκνία — η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [εύτεκνος] το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα μσν. μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.) αρχ. 1. γονιμότητα 2. επιγρ. ευκαρπία 3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία προσωποποίηση τής… … Dictionary of Greek